- εργαλοθήκη
- ηβλ. εργαλειοθήκη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐργαλοθήκη — case for instruments fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργαλειοθήκ — η (Μ ἐργαλοθήκη) θήκη για τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά εργαλείων νεοελλ. θήκη για τοποθέτηση εργαλείων που χρησιμεύουν στη λύση και συναρμολόγηση τού όπλου … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek